ἀγχίστροφον

ἀγχίστροφον
ἀγχίστροφος
turning closely
masc/fem acc sg
ἀγχίστροφος
turning closely
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αγχίστροφος — ἀγχίστροφος, ον (Α) 1. αυτός που στρέφεται γρήγορα, ο ευκίνητος 2. αυτός που μεταβάλλεται γρήγορα και εύκολα, άστατος, ευμετάβολος, ξαφνικός 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀγχίστροφον ταχύτητα μεταβάσεως από τη μία σκέψη στην άλλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”